- πτάκα
- πτάξmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πτάκις — ιδος ή πτακίς, ίδος, ἡ, Α (ποιητ. τ.) (ως ανώμαλος τ. θηλ. τού πτάξ) η δειλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτάκα, αιτ. του αμάρτυρου *πτάξ (βλ. λ. πτώξ) + επίθημα ις, ιδος (πρβλ. πτέρ ις)] … Dictionary of Greek
πτακάδις — Α επίρρ. με φόβο, δειλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτάκα, αιτ. τού αμάρτυρου *πτάξ (βλ. λ. πτώξ) + επιρρμ. κατάλ. άδις (πρβλ. κρυφ άδις)] … Dictionary of Greek
πτακισμός — ὁ, Α (ποιητ. τ.) δειλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτάκα, αιτ. τού αμάρτυρου *πτάξ (βλ. λ. πτώξ) + ισμός μέσω αμάρτυρου ρ. *πτακ ίζω] … Dictionary of Greek
πτακωρώ — έω, Α (κατά τον Ησύχ.) «πτήσσω, πτώσσω». [ΕΤΥΜΟΛ. < πτάκα, αιτ. τού αμάρτυρου *πτάξ (βλ. λ. πτώξ) κατά τα τιμωρῶ, ὀλιγωρῶ] … Dictionary of Greek